- βλαύτη
- βλαύτη, η (Α)πληθ. αἱ βλαῡταιπολυτελὴ ἀνδρικὰ σανδάλια, παντόφλες, για τα συμπόσια και τα γυμναστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαύτη — slipper fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαύτῃ — βλαύτη slipper fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαυτῶν — βλαύτη slipper fem gen pl βλαυτόω beat with slippers pres part act masc voc sg (doric aeolic) βλαυτόω beat with slippers pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) βλαυτόω beat with slippers pres part act masc nom sg βλαυτόω beat with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαῦται — βλαύτη slipper fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαύταις — βλαύτη slipper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαύτην — βλαύτη slipper fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαύτης — βλαύτη slipper fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαύτας — βλαύτᾱς , βλαύτη slipper fem acc pl βλαύτᾱς , βλαύτη slipper fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαυτίον — βλαυτίον, το (Α) [βλαύτη] παντοφλάκι … Dictionary of Greek
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek